αγκίστρωμα

αγκίστρωμα
το [αγκιστρώνω]
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγκίστρωμα — το, ατος πιάσιμο με άγκιστρο, γάντζωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκίστρωση — η [αγκιστρώνω] το αγκίστρωμα* …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αγκίστρωση — η 1. το αγκίστρωμα. 2. εξαναγκασμός ενός στρατιωτικού τμήματος να μείνει γαντζωμένο σ ορισμένο σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”